παρερύω

παρερύω
παρερύω, [dialect] Ion. [full] παρειρύω, only [tense] aor. [voice] Act. and [voice] Pass.,
A draw along the side,

φραγμὸν παρείρυσαν Hdt.7.36

.
IIdraw on one side, στόμα παρειρύσθη the mouth was distorted, Hp.Epid.3.1.ά.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρερύω — και ιων. τ. παρειρύω Α 1. σύρω κάτι παράλληλα με το πλευρό («φραγμὸν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἵνα μὴ φοβέηται τὰ ὑποζύγια τὴν θάλασσαν ὑπερορῶντα», Ηρόδ.) 2. σύρω προς τη μία πλευρά, τραβώ προς το πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐρύω «σύρω,… …   Dictionary of Greek

  • παρείρυσαν — παρερύω draw along the side aor ind act 3rd pl (epic ionic) παρερύω draw along the side aor ind act 3rd pl παρερύω draw along the side aor ind act 3rd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρερύσαντα — παρερύω draw along the side aor part act neut nom/voc/acc pl παρερύω draw along the side aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

  • παρειρύω — βλ. παρερύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”